- σφαλερόνηκτος
- -ον, Αεπικίνδυνος κατά την κολύμβηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαλερός + νηκτός (< νήχω «κολυμπώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφαλερόνηκτοι — σφαλερόνηκτος dangerous to swim masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)